Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πληροφορημένος
- απόδοση: που έχει δεχθεί πληροφόρηση / ο ενημερωμένος για κάτι / ο κάτοχος πληροφοριακού υλικού
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’