Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πληροφοριοδότης
- απόδοση: που δίνει πληροφορίες / ανεπίσημος συνεργάτης της αστυνομίας που συγκεντρώνει πληροφοριακό υλικό για λογαριασμό αυτής
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’