Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εμπρηστικός
- απόδοση: ο κατάλληλος για πρόκληση εμπρησμού / ο εξάπτων τα κοινωνικά πάθη / ο προκαλών βίαιες εκδηλώσεις
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’