Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσκίνητος
- απόδοση: ο εξ αιτίας της σωματικής διαπλάσεως ή καταστάσεως κινούμενος δύσκολα / για όχημα ή σκάφος κινούμενο αργά ή ελισσόμενο με δυσκολία / για νοητική λειτουργία χαμηλής απόδοσης / για οργανωτικό μηχανισμό που ενεργεί με βραδύτητα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’