Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παραπομπή
- απόδοση: η ενέργεια του παραπέμπω / αποστολή / διαβίβαση / αναφορά / σημείωση επί γραπτού κειμένου
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διατάχθηκε η παραπομπή του στον ανακριτή
το κείμενο βρίθει από παραπομπές