Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παραμένων
- απόδοση: ο αμετάβλητος / ο αμετακίνητος / ο σταθερός / που διατηρείται όπως ή όπου ήταν / που είναι εξακολουθητικά
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’