Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
στραγγαλισμός
- απόδοση: η ενέργεια του στραγγαλίζω / αφόρητο σφίξιμο του λαιμού κάποιου που διακόπτει την αναπνοή & επιφέρει θάνατο / εφαρμογή μέτρων που εμποδίζουν κάτι να εκδηλωθεί ή να υπάρξει / κατάπνιξη
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’