Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απλουστευμένος
- απόδοση: που έχει δεχθεί μεταβολή από κάτι το σύνθετο σε κάτι το απλούστερο / που έλαβε μορφή απλοϊκή
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’