Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
νωπός
- απόδοση: φρέσκος / πρόσφατης παραγωγής / πρόσφατος / ο υγρός που δεν έχει στεγνώσει εντελώς
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’