Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πολλαπλάσιος
- απόδοση: ο μεγαλύτερος ο περισσότερος σε μέγεθος σε έκταση σε αριθμό από κάτι άλλο
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’