Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εμπλουτισμός
- απόδοση: το αποτέλεσμα του εμπλουτίζω / η αύξηση της ποσότητος ή της ποικιλίας στοιχείων που αποτελούν κάτι / η αύξηση της περιεκτικότητας / η διασπορά γόνου σε ιχθυοτροφείο
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’