Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παραστατικός
- απόδοση: που αναφέρεται σε παραστάσεις / που γίνεται με παραστάσεις / που εκφράζει κάτι με ζωηρότητα
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’