Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απόδοση
- απόδοση: κρίση δια της οποίας αποδίδεται σε κάποιο άτομο η πατρότητα ενέργειας πρόθεσης σκέψης / η κατά το δυνατόν πιστότερη επανάληψη των λόγων των απόψεων των ιδεών κάποιου / αναφερόμενοι σε μετάφραση συνήθως με ελεύθερο ύφος / αναφερόμενοι στην ερμηνεία θεατρικού ή μουσικού έργου / αναφερόμενοι σε οικονομικής φύσεως παραγωγή / αναφερόμενοι σε επιστροφή οφειλομένων / η κύρια πρόταση ενός υποθετικού λόγου / η τελούμενη ακολουθία μετά πάροδο οκτώ ημερών ύστερα από μεγάλη θρησκευτική εορτή
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αμφιβάλλω εάν υπήρξε ακριβής απόδοση των απόψεών του
άριστη η κινηματογραφική ταινία & άψογη η απόδοση των διαλόγων
η απόδοση του οξυαύλου υπήρξε εκπληκτική
η απόδοση του ποιήματος σε τούτο τον λογοτέχνη αμφισβητείται από την πλειονότητα των μελετητών
η απόδοση των κτημάτων υπήρξε εντυπωσιακή με την εφαρμογή των νέων μεθόδων καλλιέργειας
τον απασχολεί η απόδοση χρέους προς την εφορία