Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποκοπή
- απόδοση: αποχωρισμός τμήματος εκ συνόλου / αφαίρεση / κόψιμο / φαινόμενο της γραμματικής τις Ελληνικής
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’