Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ώρα
- απόδοση: μονάδα μέτρησης του χρόνου που ισούται με το εν εικοστό τέταρτο της ημέρας / την κατάλληλη στιγμή
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζουμε ώρες ευθύνης
ζήτησε φαγητό της ώρας
η ώρα της κρίσεως έφθασε
περνάει δύσκολες ώρες
τον άκουσε ώρες ατελείωτες
ώρες ώρες παρασύρεται στην ανοησία
ώρα…
λ για ύπνο
λ να πηγαίνουμε
λ να χειραφετηθεί
λ περισυλλογής