Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χρόνιος
- απόδοση: δυσάρεστη κατάσταση μακράς διαρκείας
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
άγχεται με το χρόνιο πρόβλημα της υγείας του
αντιμετωπίζει χρόνια πάθηση
√ απόδοση: που διαρκεί χρόνια παρουσιάζοντας υφέσεις & εξάρσεις
η εμπλοκή του δευτερότοκου με τα ναρκωτικά αποτελεί χρόνια κατάσταση
πάσχει από χρόνιο άσθμα
τον ταλαιπωρεί χρόνια φαρυγγίτιδα