Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πρωτοκαθεδρία
- απόδοση: το δικαίωμα αξιωματούχου να καταλαμβάνει την τιμητική θέση σε κάποια τελετή ή εκδήλωση / σε δημόσια ή ιδιωτική συγκέντρωση το κύριο πρόσωπο περί του οποίου στρέφεται η προσοχή & ο σεβασμός των άλλων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’