Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χρονικός
- απόδοση: που αναφέρεται στον χρόνο / που δηλώνει χρόνο
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
απαιτείται για το όλο εγχείρημα χρονικός προσδιορισμός
√ απόδοση: υπολογισμός απαιτούμενου χρόνου / καθορισμός χρονικού διαστήματοςδεν βοηθάει η χρονική συγκυρία
διέρρευσε ικανό χρονικό διάστημα
ικανότατος στο σχεδιασμό χρονικών προγραμματισμών
μεταξύ των δύο γεγονότων υπάρχει μεγάλη χρονική απόσταση
ρέπει στις χρονικές καθυστερήσεις