Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξόστωση
- απόδοση: νοσηρή διόγκωση των οστών κυρίως των κροταφικών / εξόγκωση κλαδιών κυρίως γερασμένων δένδρων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
δέχθηκε χειρουργική επέμβαση για εξόστωση στον μηρό