Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ιερατείο
- απόδοση: οι ανωτέρου βαθμού ιερείς οι οποίοι αποτελούν κλειστή ηγετική ομάδα / ηγετική ομάδα πολιτικού σχηματισμού η οποία λειτουργεί ανάλογα με τα θρησκευτικά ιερατεία χαρακτηριζόμενη με ειρωνική διάθεση
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’