Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κατάπτωση
- απόδοση: εξάντληση σωματικών ή ψυχικών δυνάμεων / κατάσταση ιδιαίτερης αδυναμίας / απώλεια ηθικής πνευματικής ή κοινωνικής αξίας / ξεπεσμός / παρακμή
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’