Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
οικειοθελής
- απόδοση: για πράξη που εκτελείται εκουσίως ήτοι με την θέληση του προσώπου που την εκτελεί
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’