Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υπέργηρος
- απόδοση: κυρίως για άνθρωπο προχωρημένης ηλικίας / που φέρει ηλικιακό βάρος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
στον κήπο συνυπάρχει ένα θεόρατο δένδρο εντυπωσιακό αν & υπέργηρο
υπέργηρο αυτοκίνητο που αναπαλαιώθηκε για λογαριασμό συλλέκτη