Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τρέχων
- απόδοση: που υπάρχει σήμερα / που διανύουμε τώρα / που ισχύει σήμερα / που σχετίζεται με καθημερινές ανάγκες
- γένη: -ων -ουσα -ον
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αντιμετωπίζει ορθά την τρέχουσα κατάσταση
ικανοποιεί πλήρως τις τρέχουσες ανάγκες
ο αρμόδιος υπουργός διαβεβαιώνει ότι ο τρέχων προϋπολογισμός εξελίσσεται ομαλά
ομιλεί ικανοποιητικά την τρέχουσα γλώσσα