Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αποφασιστικός
- απόδοση: ο έχων την ικανότητα να λαμβάνει γρήγορα αποφάσεις / που δεν διστάζει λαμβάνοντας κάποια απόφαση σε δυσκολίες ή κινδύνους / που χαρακτηρίζει αποφασιστικό άνθρωπο / αναφερόμενοι σε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό & κρίσιμο από το οποίο εξαρτάται η εξέλιξη ενέργειας
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’