Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξέγερση
- απόδοση: ενέργεια που εκφράζει άρνηση υπακοής σε καταναγκασμό / βίαιη ομαδική ενέργεια εναντίον υφιστάμενης εξουσίας
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’