Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
απαλλοτριωμένος
- απόδοση: που έχει απαλλοτριωθεί
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το παρόν βιομηχανικό κτίριο είναι απαλλοτριωμένο προκειμένου να οικοδομηθεί σχολικό συγκρότημα