Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φροντιστής
- απόδοση: αυτός που φροντίζει που διαχειρίζεται κάτι / υπάλληλος θεατρικής επιχείρησης που ασχολείται με την διαχείριση κινητών πραγμάτων / ειδικότητα στο στράτευμα σχετική με την φύλαξη στρατιωτικού υλικού / καθηγητής ή κάτοχος φροντιστηρίου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’