Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εναρμονισμένος
- απόδοση: που έχει προσαρμοσθεί με κάτι προκειμένου να μην έρχεται σε σύγκρουση με αυτό / ο συντονισμένος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’