Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επικράτηση
- απόδοση: το να επικρατεί κάποιος ή κάτι κατόπιν συγκρίσεως ή αναμετρήσεως / αναφερόμενοι σε νίκη / που συμβαίνει συγκεκριμένη χρονική περίοδο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
μετά ισχυρή μάχη προέκυψε επικράτηση επί του αντιπάλου