Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσκολλημένος
- απόδοση: ο με υπερβολή αφοσιωμένος σε κάτι σε σημείο εξάρτησης / που αδυνατεί να δεχθεί κάτι νέο από υπερβολική προσήλωση σε κάτι άλλο
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’