Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λαθρεπιβάτης
- απόδοση: που ταξιδεύει χωρίς διαβατήριο ή ταυτότητα / που κάνει χρήση μεταφορικού μέσου χωρίς εισιτήριο
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’