Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σύγχρονος
- απόδοση: που γεννήθηκε που συνέβη που έγινε την ίδια εποχή με κάτι ή με κάποιο άλλο / που ανήκει στην σημερινή εποχή / που εκφράζει την σύγχρονη εποχή & είναι προσαρμοσμένος σε αυτή / που υλοποιήθηκε με νέες μεθόδους & ανταποκρίνεται σε αυτές
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθεί σύγχρονες μεθόδους στην άσκηση της οδοντιατρικής
βέβαιον ότι ο Καβάφης υπήρξε σύγχρονός του
διακατέχεται από σύγχρονες αντιλήψεις
ο αναφερόμενος διανοούμενος υπήρξε λ του Ηράκλειτου
τον χαρακτηρίζει σύγχρονη σκέψη