Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συγκυρία
- απόδοση: η προκύπτουσα κατάσταση από την σύμπτωση γεγονότων ή περιστάσεων σε ορισμένη χρονική περίοδο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η παρούσα πολιτική λ δεν επιτρέπει διεξαγωγή εκλογών κατά το τρέχον εξάμηνο