Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δολοπλοκία
- απόδοση: δόλια ενέργεια που αποβλέπει στην υλική ή ηθική βλάβη αντιζήλου ατόμου ή ομάδος / μηχανορραφία / ραδιουργία / πλεκτάνη
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’