Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρατρεχάμενος
- απόδοση: ο κινούμενος πλησίον άλλου προσώπου / που υπηρετεί ή κολακεύει ισχυρά πρόσωπα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’