Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
επανόρθωση - 1
- απόδοση: η ενέργεια του επανορθώνω / υλική ή ηθική αποζημίωση σε αντιστάθμισμα προσβολής ή βλάβης / υλική αποζημίωση εκ μέρους ηττημένης δύναμης προς την νικήτρια για τις ζημίες που της προκάλεσε
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’