Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
γελοίος
- απόδοση: που η εμφάνιση & οι ενέργειές του προκαλούν την κοροϊδία / αναφερόμενοι σε κάτι άκομψο ή άτεχνο & συγχρόνως φανταχτερό / ο ανάξιος λόγου / ο φαιδρός / ο ασήμαντος / ο ευρισκόμενος πέραν των ορίων της κοινής λογικής / ο παραλογιζόμενος
- γένη: -ος -α -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’