Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποκατάστατο
- απόδοση: οτιδήποτε υποκαθιστά κάτι άλλο / παραγόμενη ουσία που υποκαθιστά άλλη φυσικής προελεύσεως
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’