Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
φθορά
- απόδοση: ζημία / βαθμιαία καταστροφή / βλάβη από μακροχρόνια χρήση / διάβρωση / απώλεια φήμης / μείωση κύρους
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’