Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έκπληξη
- απόδοση: συναίσθημα απορίας ή θαυμασμού που συνοδεύει ερέθισμα απροσδόκητο ανέλπιστο ή ασυνήθιστο / κατάσταση που προκαλεί έκπληξη
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’