Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
χειμαζόμενος
- απόδοση: ο ταλαιπωρημένος από την αντιμετώπιση μεγάλων δυσκολιών
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπομένει αβάστακτες ταλαιπωρίες η χειμαζόμενη νεολαία