Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σελάχι
- απόδοση: είδος πεπλατυσμένων ψαριών / δερμάτινη ζώνη φουστανελοφόρων προσφερόμενη για την ανάρτηση όπλων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
τράβηξε από το σελάχι το όπλο του & πυροβόλησε αστραπιαία