Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λουμπάρδα
- απόδοση: είδος πυροβόλου όπλου / κανονιοβολισμός
- συγγενές: λομπάρδα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρόντηξε ο τόπος από τις λουμπάρδες