Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κεμέρι
- απόδοση: δερμάτινη ζώνη φέρουσα θήκες κατάλληλες για την φύλαξη χρημάτων που χρησιμοποιούσαν σε περασμένες εποχές / το κομπόδεμα / το βαλάντιο
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο παντοπώλης του χωριού έχει γερό κεμέρι