Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
έξωλος
- απόδοση: ο εντελώς κατεστραμμένος & δη από ηθικής απόψεως
- γένη: -ος -ος -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
την επιχείρηση διαχειρίζεται ένα εντελώς έξωλο γύναιο