Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πολύωρος
- απόδοση: που διαρκεί διάστημα αρκετών ωρών
- αντίθετο: ολιγόωρος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αρέσκεται σε πολύωρη απασχόληση με το διαδίκτυο
εξαντλήθηκε από την πολύωρη μελέτη
ηττήθηκε μετά από πολύωρη μάχη παρά τις ορθές ενέργειες
τον απορροφά η πολύωρη παρακολούθηση της Λατινικής
τον καταπόνησε η πολύωρη συζήτηση ανούσιων θεμάτων