Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συμβαλλόμενος
- απόδοση: έκαστος εκ των φυσικών ή νομικών προσώπων που καταλήγουν σε συμφωνία επικυρωμένη συνήθως δια συμβολαίου
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
το συμβόλαιο υπογράφηκε από όλα τα συμβαλλόμενα πρόσωπα