Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
περίοδος
- απόδοση: αναφερόμενοιι σε χρονικό διάστημα που ορίζεται από συγκεκριμένα γεγονότα / χρονικό διάστημα κατά το οποίο επαναλαμβάνεται κατάσταση ή δραστηριότητα / ορισθείσα χρονική περίοδος κατά την οποία αναστέλλονται οι υφιστάμενες υποχρεώσεις προς τρίτους ή που δίδεται ευκαιρία προσαρμογής εις επιβαλλόμενη κατάσταση / τμήμα του λόγου κυρίως του γραπτού / η έμμηνος ρήση των θηλυκών
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αποτελεί λαμπρό οικοδόμημα από την περίοδο της αίγλης της πόλεως
βέβαιον ό,τι θα διανύουμε περίοδο ισχών αγελάδων > παχέων
βιώνουμε περίοδο απραξίας
θα προμηθευτώ το πλυντήριο πιάτων κατά την περίοδο εκπτώσεων
λάβετε υπ’ όψιν ό,τι διανύουμε περίοδο έντασης
τελικώς εδόθη λ ανοχής
το έργο κινηματογραφήθηκε την περίοδο της δόξης του