Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παρωχημένος
- απόδοση: ο ανήκων στο παρελθόν
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ακολουθεί μία παρωχημένη ερμηνεία
διατηρεί παρωχημένο όχημα του 20ου αιώνα συλλεκτικής & μόνον αξίας
εμφορείται από παρωχημένη κοσμοθεωρία
επέλεξε παρωχημένη έκφραση
ξεπερασμένο αυτοκίνητο παρωχημένης τεχνολογίας
πρόκειται για παρωχημένη αντίληψη των πραγμάτων > των καταστάσεων
πρόκειται για παρωχημένη λέξη
πρόκειται για περιβάλλον παρωχημένης αισθητικής
ως αρχαιολόγος αναζητεί & μελετά παρωχημένους πολιτισμούς
ως χειρουργός ακολουθεί παρωχημένη τεχνική